- ταυτίζω
- ταύτισα, ταυτίστηκα, ταυτισμένος, κάνω κάτι το ίδιο με άλλο, εξομοιώνω: Είναι λάθος να ταυτίζεις το κράτος με το έθνος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταυτίζω — ταὐτίζω ΝΜΑ, και ταυτίσω Α [ταὐτόν] καθιστώ κάτι εντελώς όμοιο με κάτι άλλο, εξομοιώνω νεοελλ. μέσ. ταυτίζομαι εξομοιώνομαι, είμαι ίδιος με κάποιον ή με κάτι άλλο («οι γνώμες μας ταυτίζονται») … Dictionary of Greek
ταυτίζω — ταυτίζω, ταύτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ταὐτίζει — ταὐτίζω use as synonymous pres ind mp 2nd sg ταὐτίζω use as synonymous pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταὐτίζουσι — ταὐτίζω use as synonymous pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ταὐτίζω use as synonymous pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταὐτιζόμενα — ταὐτίζω use as synonymous pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταὐτιζόμεναι — ταὐτίζω use as synonymous pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταὐτίζεσθαι — ταὐτίζω use as synonymous pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταὐτίζεται — ταὐτίζω use as synonymous pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταὐτίζηται — ταὐτίζω use as synonymous pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταὐτίζονται — ταὐτίζω use as synonymous pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)